- ποδοκύλημα
- ποδοκύλισμα τό избиение ногами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποδοκύλημα — το, Ν [ποδοκυλώ] 1. το να κυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον στο έδαφος με κλοτσιές 2. η πρόκληση ζημιάς ή λερώματος από αδιαφορία 3. μτφ. η ηθική μείωση … Dictionary of Greek
ποδοκύλισμα — το, Ν το ποδοκύλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκυλώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ποδοκύλισμα — ποδοκύλισμα, το και ποδοκύλημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοκυλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)